Ένα 19χρονο μόλις κορίτσι, η Ανθή, τώρα πια μένει στο Γαλάτσι. Όσοι την γνωρίζουν, μιλούν για ένα κορίτσι φιλικό, γλυκό, όμως μονίμως προβληματισμένο. Το μόνο που γνωρίζουν γι’ αυτήν είναι πως μέχρι τότε ζούσε στο Ναύπλιο. Σε κανέναν, όμως, δεν έχει ανοιχτεί αρκετά, ποτέ! Δείχνει να ταράζεται κάθε φορά που αναφέρεται στο παρελθόν της. Και όντως, έτσι είναι! Μόνο αυτή ξέρει πόσο βασανίζεται καθώς σκέφτεται όσα έχει περάσει, πόσο “ουρλιάζει” μέσα της. Όμως γιατί; Είναι μια κοπέλα, νέα, έτοιμη να πραγματοποιήσει τα όνειρά της.
***
7 Δεκεμβρίου 2011 Ώρα: 23:30
Η Ανθή κάθεται δίπλα στο τζάκι του σπιτιού της, πίνει και καπνίζει. Κοιτάζει παλιές φωτογραφίες. Φαίνεται να τις μισεί και αυτές και το παρελθόν της…! Σχίζοντάς τες, ψυθίρισε: “Σαν σήμερα!”. Πριν 2 χρόνια. Κάτι που άλλαξε την ζωή της…
***
6 Δεκεμβρίου 2009
Η Ανθή ετοιμάζεται για το πάρτι γενεθλίων τής κολλητής της, Ξένιας. Φεύγει, αφού αποχαιρετά την μαμά και τον μπαμπά με ένα φιλί. Οι γονείς της τής είχαν εμπιστοσύνη (εξ’ άλλου, σε μια πόλη, μικρή, όπως το Ναύπλιο τί θα μπορούσε να συμβεί; Γνωρίζονται όλοι πολύ καλά μεταξύ τους). Έτσι της επέτρεψαν να μείνει ως αργά. Στις 3 έφυγε για το σπίτι της…με τα πόδια. Δυο στενά πιο κάτω ήταν! Ένας 20χρονος, πιωμένος νεαρός εμφανίστηκε απ’ το πουθενά. Μέχρι και σήμερα, η Ανθή δε μπορεί να θυμηθεί τα λόγια που αντάλλαξαν οι δυο τους. Το…κάθαρμα αυτό, της επιτέθηκε, την χτύπησε, την βίασε. Η κοπέλα, από το σοκ, έμεινε αναίσθητη για μερικές ώρες. Ύστερα, πήρε το… κουφάρι της, φόρεσε τα ξεσκισμένα ρούχα της και σύρθηκε μέχρι το σπίτι.
***
7 Δεκεμβρίου 2011 Ώρα: 24:00
Είχε χαθεί σε αυτές τις άθλιες σκέψεις, σε αυτά που την βασάνιζαν 2 χρόνια. Σε αυτό το γεγονός, που την έκανε να βλέπει εκείνους τους εφιάλτες…που τόσο μισούσε! Έκλαιγε, πλέον, με λιγμούς. Έβριζε Θεούς και δαίμονες. Καταριόταν τον νεαρό εκείνο. Ευχόταν να είχε πεθάνει, αφού πρώτα είχε πονέσει, όσο την πόνεσε…
***
7 Δεκεμβρίου 2009
Είπε, με τα βίας, όσα είχαν συμβεί. Ο πατέρας της άρχισε να την χτυπάει και να λέει πως του ντρόπιασε, ότι δε θα ‘χουν μούτρα να κυκλοφορήσουν σε ολόκληρο το Ναύπλιο. Φυσικά, ο δράστης έμεινε ατιμώρητος. Σε κάθε κλειστή κοινωνία, όπως ήταν το Ναύπλιο, φροντίζουν κάποια πράγματα να τα κρατούν γι’ αυτούς και μόνο! Η Ανθή έμεινε κλεισμένη – ή μάλλον φυλακισμένη- στο δωμάτιό της για 1 χρόνο. Ύστερα, για να λυτρωθεί, αποφάσισε να έρθει στην Αθήνα. Να ξεκινήσει μια νέα ζωή, προσπαθώντας να τα αφήσει όλα πίσω της (πράγμα που ποτέ δεν κατάφερε!), μη θέλοντας να ξαναδεί τους γονείς της. Μη μπορώντας να συγχωρέσει ούτε αυτούς ούτε ΑΥΤΟΝ! Οι κατάρες της συνεχίζονταν…και οι εφιάλτες, επίσης! Στον τελευταίο και πιο συχνό, έβλεπε έναν άντρα να προσπαθεί να την πνίξει και μετά ο ίδιος άντρας να γίνεται τρυφερός. Η ίδια ένιωθε να αφήνεται. Και ύστερα πάλι από την αρχή, πότε να τον μισεί και πότε να νιώθει όπως ποτέ άλλοτε, σα να τον ερωτευόταν!
***
Ιανουάριος 2012
Η Ανθή νιώθει ότι γνωρίζει τον μεγάλο της έρωτα, τον Μάριο. Είναι ο μοναδικός άνδρας που μπόρεσε να εμπιστευτεί μετά από όλα όσα συνέβησαν. Μόνο εκείνος της έκανε να ξεχνιέται. Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Και οι δυο το ίδιο ερευτευμένοι. Ζούσε ο ένας για τον άλλο. Καθισμένοι αγκαλιά, λέγοντας τρυφερά λόγια, εξομολογούσε ο ένας τον έρωτά του για τον άλλο για χιλιοστή φορά. Τόσο όμορφο να τους βλέπεις! Η Ανθή ήθελε να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα γι’ αυτόν. Έτσι τον ρώτησε, για τα σημάδια που είχε στα μπράτσα του (το είχε απορία, εδώ και καιρό…), 3 στο δεξί και 4 στο αριστερό (=7). Ήθελε να ξέρει μήπως προέκυψαν από κάποιο ατύχημα που είχε! Ο Μάριος, στάθηκε για λίγο, όμως αποφάσισε ότι έπρεπε να της μιλήσει.
***
Η διήγηση του Μάριου
“Όλα ξεκίνησαν πριν 2 χρόνια. Τα πράγματα μεταξύ της μητέρας και του πατέρα μου ήταν άσχημα. Ο πατέρας μου είχε καταντήσει αλκοολικός, έδερνε και εμένα και την μητέρα μου. Για να μην στα πολυλογώ, ένα βράδυ ερχόμενος στο σπίτι πιωμένος -ως συνήθως- λογομάχησε με την μάνα μου και χωρίς να καταλάβω πώς και γιατί, άρπαξε το μαχαίρι (που για κακή μας τύχη ήταν μποστά του) και μαχαίρωσε 7 φορές την μητέρα. Μη μπορώντας να αρθρώσω λέξη πήρα το αμάξι του. Ήθελα να φύγω όσο το δυνατόν πιο μακριά μπορούσα. Κάποια στιγμή ο δρόμος με έβγαλε στο Ναύπλιο”. Η Ανθή περίμενε να ολοκληρώση όσα ήθελε να πει ο Μάριος και γι αυτό δεν είχε μιλήσει. Πάντως, ήταν φανερό ότι ταράχτηκε. Λες και επρόκειτο να ακούσει κάτι συνταρακτικό. Ο Μάριος συνέχισε! ” Πιωμένος και έχοντας χάσει την αίσθηση του τι κάνω, συνάντησα στο δρόμο μια κοπέλα. Είχα ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον. Αυτή όμως φανερά φοβισμένη άρχισε να με βρίζει και επιτάχυνε…! Κατέβηκα κάτω, την άρπαξα…”
Η Ανθή είχε πλέον παγώσει, άκουγε από τον Μάριο όλα όσα είχε ζήσει και η ίδια τότε. Έπαψε να τον ακούει. Φαινόταν έτοιμη να κλάψει ή κάτι τέτοιο. “…Και έτσι δημιουργήθηκαν αυτά τα σημάδια”, έτσι τελείωσε ο Μάριος! Με δάκρυα στα μάτια, η Ανθή, άρχισε να ουρλιάζει και να…χτυπιέται στο πάτωμα…και να τον χτυπά! Ο Μάριος δεν είχε καταλάβει τι συνέβει, αφού δεν της είχε πει ολόκληρη την αλήθεια και σαφώς δεν ήξερε ποια είχε απέναντι του. Η Ανθή όμως είχε καταλάβει. Είχε απέναντι της τον άνθρωπο που τόσο πολύ μισούσε, που καταριόταν τόσα χρόνια, τον βιαστή της. Αυτόν, που ήταν υπεύθυνος για τον πόνο και την δυστυχία 2 ολόκληρων χρόνων.
***
Η Ανθή έφτασε στα όρια της τρέλας. Ήταν πλέον εκτός εαυτού. Πήρε την απόφαση και βρέθηκε, τελικά, σε ένα γραφείο συμβουλευτικής και υποστήριξης.